- συνωνυμικός
- [синонимикос] επ однозначный, синонимичный.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
συνωνυμικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα συνώνυμα ή στη συνωνυμία. επίρρ... συνωνυμικώς και συνωνυμικά Ν με συνωνυμικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνώνυμος. Το θηλ. συνωνυμική μαρτυρείται από το 1874 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek